- μυσταγωγώ
- (ΑΜ μυσταγωγῶ -έω) [μυσταγωγός]1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώαρχ.1. τελώ ιεροτελεστίες2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν, ἡμᾱς, συνῆλθεν ἐπὶ τήν λίμνην», Στράβ.)3. εκκλ. τελώ το μυστήριο τού βαπτίσματος, βαπτίζω.
Dictionary of Greek. 2013.